λίθινος

λίθινος
λῐθῐνος
1 of stone, stony οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον i. e. a stone inscription O. 7.86 ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον i. e. a people sprung from stones O. 9.45 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων by turning them into stone P. 10.48 βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει i. e. a cave N. 3.53 λιθίνοις δίσκοις (v. δίσκος) I. 1.25 φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίθινος — made of stone masc nom sg λίθινος made of stone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθινος — η, ο (AM λίθινος ίνη, ον, Α θηλ. και ος) [λίθος] κατασκευασμένος από λίθο, πέτρινος (α. «λίθινος φράχτης» β. «τράφε λιθίνῳ... ἔνδον τέγει», Πίνδ.) νεοελλ. φρ. «λίθινη εποχή» η λιθική εποχή μσν. αρχ. μτφ. σκληρός, άπονος («ἐκσπάσω τὴν καρδίαν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • λίθινος — η, ο 1. πέτρινος: Έφτιαξα ένα λίθινο φράχτη. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο λίθο. 3. «λίθινη εποχή», χρονική προϊστορική περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος κατασκεύαζε εργαλεία από πέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθίνως — λίθινος made of stone adverbial λίθινος made of stone masc acc pl (doric) λίθινος made of stone adverbial λίθινος made of stone masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθινον — λίθινος made of stone masc acc sg λίθινος made of stone neut nom/voc/acc sg λίθινος made of stone masc/fem acc sg λίθινος made of stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνων — λίθινος made of stone fem gen pl λίθινος made of stone masc/neut gen pl λίθινος made of stone masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνοις — λίθινος made of stone masc/neut dat pl λίθινος made of stone masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνοισι — λίθινος made of stone masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λίθινος made of stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνοισιν — λίθινος made of stone masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λίθινος made of stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνου — λίθινος made of stone masc/neut gen sg λίθινος made of stone masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνους — λίθινος made of stone masc acc pl λίθινος made of stone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”